ταβέλλα

ταβέλλα
ἡ, Α
1. πινακίδα γραφής
2. φρ. «ταβέλλα ἐλευθερώσεως» — γράμμα για την απελευθέρωση δούλου πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabella «πινακίδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταβελλάριος — ὁ, ΜΑ γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellarius «επιστολιαφόρος» (πρβλ. και ταβέλλα)] …   Dictionary of Greek

  • ταβελλίων — ὁ, ΜΑ 1. Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την ευθύνη για τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ό τά τής πόλεως γράφων συμβόλαια». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellio, iōnis «συμβολαιογράφος» (πρβλ. και ταβέλλα)) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”